„κονσερβοκούτι“: ουδέτερο κονσερβοκούτι [konservoˈkuti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Konservendose Konservendoseθηλυκό | Femininum, weiblich f κονσερβοκούτι κονσερβοκούτι