κομψευόμενος
[kompseˈvomenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schickimickiαρσενικό | Maskulinum, männlich mκομψευόμενοςκομψευόμενος