„κομφόρ“: ουδέτερο κομφόρ [komˈfor]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Komfort Komfortαρσενικό | Maskulinum, männlich m κομφόρ κομφόρ