„κομπρεσέρ“: ουδέτερο κομπρεσέρ [kombreˈser]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pressluftbohrer Pressluftbohrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κομπρεσέρ κομπρεσέρ