κομπολόι
[komboˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Perlenschnurθηλυκό | Femininum, weiblich fκομπολόικομπολόι
- Rosenkranzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκομπολόι θρησκεία | Religionθρησκκομπολόι θρησκεία | Religionθρησκ