„κομπλιμέντο“: ουδέτερο κομπλιμέντο [kompliˈmendo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kompliment Komplimentουδέτερο | Neutrum, sächlich n κομπλιμέντο κομπλιμέντο examples κάνω κομπλιμέντο ein Kompliment machen (σε κάποιον jemandem) κάνω κομπλιμέντο