„κομπάρσα“: θηλυκό κομπάρσα [komˈbarsa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Komparsin Komparsinθηλυκό | Femininum, weiblich f κομπάρσα τηλεόραση | Fernsehenτηλ θέατρο | Theaterθεατ κομπάρσα τηλεόραση | Fernsehenτηλ θέατρο | Theaterθεατ