„κομουνιστικός“ κομουνιστικός [komunistiˈkos], κομουνιστική, κομουνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kommunistisch kommunistisch κομουνιστικός κομουνιστικός