„κομμωτής“: αρσενικό κομμωτής [komoˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, κομμώτρια [koˈmotria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Friseur, Friseurin Friseurαρσενικό | Maskulinum, männlich m κομμωτής Friseurinθηλυκό | Femininum, weiblich f κομμωτής κομμωτής