κομμωτήριο
[komoˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- κομμωτήριο ανδρώνHerrensalonαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κομμωτήριο σκύλωνHundesalonαρσενικό | Maskulinum, männlich m