κολύμβηση
[koˈlimvisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schwimmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκολύμβησηSchwimmsportαρσενικό | Maskulinum, männlich mκολύμβησηκολύμβηση