κολόβωμα
[koˈlovoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beinstumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκολόβωμακολόβωμα
examples
- κολόβωμα χεριούArmstumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich m