„κολλητήρι“: ουδέτερο κολλητήρι [koliˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lötkolben Lötkolbenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κολλητήρι κολλητήρι