κοκτέιλ
[kokˈteil]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Cocktailαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοκτέιλκοκτέιλ
examples
- κοκτέιλ αστακούHummercocktailαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κοκτέιλ γαρίδωνKrabbencocktailαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κοκτέιλ ΜολότοφMolotowcocktailαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples