„κοκορόμυαλος“ κοκορόμυαλος [kokoˈromialos], κοκορόμυαλη, κοκορόμυαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dämlich dämlich κοκορόμυαλος κοκορόμυαλος