„κοκκοειδές“: ουδέτερο κοκκοειδές [kokoiˈðes]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schildlaus Schildlausθηλυκό | Femininum, weiblich f κοκκοειδές κοκκοειδές