„κοκκινογούλι“: ουδέτερο κοκκινογούλι [kokjinoˈɣuli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rote Bete Rote Beteθηλυκό | Femininum, weiblich f κοκκινογούλι κοκκινογούλι