„κοκαΐνη“: θηλυκό κοκαΐνη [kokˈaini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kokain, Koks Kokainουδέτερο | Neutrum, sächlich n κοκαΐνη Koksουδέτερο | Neutrum, sächlich n κοκαΐνη κοκαΐνη