„κοιτίδα“: θηλυκό κοιτίδα [kjiˈtiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wiege Wiegeθηλυκό | Femininum, weiblich f κοιτίδα κοιτίδα