„κοινόχρηστα“: πληθυντικός ουδετέρου κοινόχρηστα [kjiˈnoxrista]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nebenkosten (Miet-)Nebenkostenπληθυντικός | Plural pl κοινόχρηστα κοινόχρηστα