„κοινωφελής“ κοινωφελής [kjinofeˈlis], κοινωφελής, κοινωφελέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gemeinnützig gemeinnützig κοινωφελής κοινωφελής