„κοινωνιολογία“: θηλυκό κοινωνιολογία [kjinonioloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Soziologie Soziologieθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινωνιολογία κοινωνιολογία