„κοινωνικότητα“: θηλυκό κοινωνικότητα [kjinoniˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geselligkeit Geselligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινωνικότητα κοινωνικότητα