„κοινωνικοποιώ“: μεταβατικό ρήμα κοινωνικοποιώ [kjinonikopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sozialisieren sozialisieren κοινωνικοποιώ κοινωνικοποιώ