κοινοτοπία
[kjinotoˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gemeinplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοινοτοπίαSchlagwortουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοινοτοπίακοινοτοπία