κοινοκτημοσύνη
[kjinoktimoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gütergemeinschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fκοινοκτημοσύνη νομικός όρος | Rechtswesenνομκοινοκτημοσύνη νομικός όρος | Rechtswesenνομ