„κοιμώμενος“ κοιμώμενος [kjiˈmomenos], κοιμώμενη, κοιμώμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlafend schlafend κοιμώμενος κοιμώμενος