„κοιμάμαι“: αποθετικό ρήμα κοιμάμαι [kjiˈmame]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-άσαι; αόριστος | Aoristaor; κοιμήθηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlafen schlafen κοιμάμαι κοιμάμαι