„κοιλιακοί“: πληθυντικός αρσενικού κοιλιακοί [kjiliaˈkji]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bauchpressen Bauchpressenπληθυντικός | Plural pl κοιλιακοί κοιλιακοί