κοιλιά
[kjiˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοιλιάκοιλιά
examples
- κοιλιά εγκύουBabybauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κοιλίαθηλυκό | Femininum, weiblich f της καρδιάςHerzkammerθηλυκό | Femininum, weiblich f