„κοιλαράς“: αρσενικό κοιλαράς [kjilaˈras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fettwanst Fettwanstαρσενικό | Maskulinum, männlich m κοιλαράς κοιλαράς