„κογχοειδής“ κογχοειδής [koŋxoiˈðis], κογχοειδής, κογχοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) muschelförmig muschelförmig κογχοειδής κογχοειδής