κοίτασμα
[ˈkjitazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vorkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοίτασμακοίτασμα
examples
- κοίτασμα πετρελαίουÖlvorkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n