„κλωβός“: αρσενικό κλωβός [kloˈvos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Förderkorb examples κλωβός ορυχείου Förderkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλωβός ορυχείου