„κλονισμένος“ κλονισμένος [klonizˈmenos], κλονισμένη, κλονισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) angeknackst angeknackst κλονισμένος κλονισμένος