κλινάμαξα
[kliˈnamaksa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlafwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλινάμαξα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρκλινάμαξα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ