κληρονομικότητα
[klironomiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erblichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκληρονομικότηταVererbungθηλυκό | Femininum, weiblich fκληρονομικότητακληρονομικότητα