„κλημεντίνη“: θηλυκό κλημεντίνη [klimenˈdini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Clementine Clementineθηλυκό | Femininum, weiblich f κλημεντίνη κλημεντίνη