κλεψιά
[kleˈpsja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Diebstahlαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλεψιάκλεψιά
- Schummeleiθηλυκό | Femininum, weiblich fκλεψιά στα χαρτιάκλεψιά στα χαρτιά