„κλειστοφοβία“: θηλυκό κλειστοφοβία [klistofoˈvia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Klaustrophobie Klaustrophobieθηλυκό | Femininum, weiblich f κλειστοφοβία κλειστοφοβία