„κλειδώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κλειδώνομαι [kliˈðonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich einschließen sich einschließen κλειδώνομαι κλειδώνομαι