κλειδαριά
[kliðaˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- κλειδαριά ασφαλείαςSicherheitsschlossουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- με κλειδαριά
- κλειδαριά συνδυασμούKombinationsschlossουδέτερο | Neutrum, sächlich nZahlenschlossουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples