„κλειδαράδικο“: ουδέτερο κλειδαράδικο [kliðaˈraðiko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlosserei Schlossereiθηλυκό | Femininum, weiblich f κλειδαράδικο κλειδαράδικο