κλειδί
[kliˈði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlüsselαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλειδί μουσκλειδί μουσ
- Weicheθηλυκό | Femininum, weiblich fκλειδί σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρκλειδί σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
- Schlüsselbundουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλειδί πληθυντικός | Pluralplκλειδί πληθυντικός | Pluralpl
examples
- κλειδί άλεν τεχνική | TechnikτεχνInbus®-Schlüsselαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κλειδί του σπιτιούHausschlüsselαρσενικό | Maskulinum, männlich m