„κλείδωση“: θηλυκό κλείδωση [ˈkliðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gelenk Gelenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλείδωση ανατομία | Anatomieανατ κλείδωση ανατομία | Anatomieανατ