„κλαψιάρης“: επίθετο, ως επίθετο κλαψιάρης [klaˈpsjaris]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κλαψιάρα, κλαψιάρικο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) weinerlich, quengelig weinerlich, quengelig κλαψιάρης κλαψιάρης „κλαψιάρης“: αρσενικό και θηλυκό κλαψιάρης [klaˈpsjaris]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Heulsuse Heulsuseθηλυκό | Femininum, weiblich f κλαψιάρης κλαψιάρης