„κλαίγομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κλαίγομαι [ˈkleɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jammern jammern κλαίγομαι κλαίγομαι