κιόσκι
[kjiˈoskji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kioskαρσενικό | Maskulinum, männlich mκιόσκικιόσκι
examples
- κιόσκι πώλησης εφημερίδωνZeitungsstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m