„κιτρινωπός“ κιτρινωπός [kjitrinoˈpos], κιτρινωπή, κιτρινωπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gelblich gelblich κιτρινωπός κιτρινωπός