„κιτρινισμός“: αρσενικό κιτρινισμός [kjitrinizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sensationsmache Sensationsmacheθηλυκό | Femininum, weiblich f κιτρινισμός κιτρινισμός